ξεψαχνίζω — ξεψαχνίζω, ξεψάχνισα βλ. πίν. 33 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
ξεψαχνίζω — ξεψάχνισα 1. βγάζω το ψαχνό από το κόκαλο. 2. λεπτολογώ: Πολύ τα ξεψαχνίζεις τα πράγματα. 3. μτφ., εκμεταλλεύομαι κάποιον, του αφαιρώ χρήματα: Έχουν ένα θείο που τον ξεψαχνίζουν … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ξεψάχνισμα — το [ξεψαχνίζω] η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού ξεψαχνίζω … Dictionary of Greek
ξ(ε)- — (Μ ξ[ε] ) αχώριστο μόριο ρημάτων (προρρηματικό) που επεκτάθηκε και σε ουσιαστικά. Προήλθε από την πρόθεση ἐκ / ἐξ. Η μορφή ξ ερμηνεύεται από ρ. συνθ. με την πρόθεση έξ, με σίγηση τού αρκτικού ε (πρβλ. ξανοίγω < ἐξ ανοίγω, ξαρματώνω < ἐξ… … Dictionary of Greek
ανερωτώ — ησα, ρωτώ ενοχλητικά, εξετάζω, ξεψαχνίζω: Τον ανερωτούσε τι είχε γίνει στο καράβι εκείνη τη μέρα που χάθηκε ο ανιψιός του … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ξεψάχνισμα — το, ατος 1. η πράξη του ξεψαχνίζω, αφαίρεση ψαχνού κρέατος από τα κόκαλα. 2. λεπτομερής έρευνα, εξέταση. 3. εκμετάλλευση … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ψιλογνέθω — ψιλόγνεσα, ψιλογνεσμένος 1. γνέθω τα μαλλιά σε πολύ λεπτά νήματα. 2. ψιλολογώ, ξεψαχνίζω. 3. η παροιμία, «Όποιος ψιλογνέθει συχνά χοντροφορεί», δηλώνει ότι αυτοί που λεπτολογούν πολλές φορές βγαίνουν ζημιωμένοι … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)